You are here:

Η ιστορία του Διευθυντή

Η ιστορία του Διευθυντή / Η ζωή μας μετά το 1974 και η σκληρή ξενιτιά

Όταν έγινε ο πόλεμος του 1974 και όλοι κατάφευγαν σε πιο ασφαλισμένο μέρος η οικογένεια μου και εγώ μπήκαμε στα αυτοκίνητα μας και πήραμε τα βουνά. Καταλήξαμε στο χωριό Κοράκου όπου έμενε η αδελφή της γιαγιάς μου για να μας φιλοξενήσει, στις δύσκολες αυτές στιγμές που περνούσαμε. Μείναμε εκεί για δεκαεπτά μέρες με την ελπίδα ότι ήταν όλα περαστικά και θα ξαναγυρίζαμε στους τόπους μας.

Μετά από εκεί φύγαμε και πήγαμε στο Τρόοδος όπου μας έδωσαν ένα σπίτι οι Καλόγριες, επειδή εκείνους τους μήνες ήταν καλοκαίρι και είχαν διακοπές. Μείναμε εκεί για ενάμιση μήνα περιμένοντας με κάποια ελπίδα πως θα βλέπαμε μια άσπρη μέρα. Όταν άνοιξαν τα σχολεία και φύγαμε από το σπίτι των Καλογριών ήρθαμε στη Λευκωσία όπου ενοικιάσαμε μετά δυσκολίας ένα σπίτι ενός συγγενή μας που βρισκόταν στην Αγγλία. Μείναμε και εδώ για έξη μήνες προσμένοντας όπως πάντα μία λύση.

Όταν πέρασαν και αυτοί οι έξη μήνες όλο πίκρες και καημούς, ήρθαν οι συγγενείς μας από την Αγγλία και ήθελαν το σπίτι για τον εαυτό τους. Αναγκαστήκαμε να το αφήσουμε και να νοικιάσουμε άλλο σπίτι.

Στο διάστημα που μέναμε εκεί, εννιά μήνες περίπου, ο πατέρας μου και τα αδέλφια του άνοιξαν ένα ζαχαροπλαστείο και το ονόμασαν ΜΟΡΦΩ, το όνομα του αγαπημένου μας χωριού. Μετά έκαναν προσφορά στο στρατό για γλυκίσματα, την πήραν και έτσι καλά – κακά βολευτήκαμε και ζούσαμε στην πικρή προσφυγιά.

Μετά και από αυτούς τους πικρούς εννιά μήνες μακριά από τον τόπο μας αλλάζανε τα πράγματα. Πήραμε τηλεφώνημα από τον θείο μου που βρισκόταν στη Σουηδία. Ήταν παντρεμένος και είχε τρία παιδιά και μας έλεγε να πάμε στη Σουηδία γιατί εκεί είχε ευκολίες με τα σχολεία, μπορούσες να βρεις καλύτερη δουλειά και γενικά μια καλύτερη κατάσταση από την κατάσταση που επικρατούσε στην Κύπρο.

Αποφασίσαμε λοιπόν, έξη αδέλφια του πατέρα μου να αφήσουμε την Κύπρο και να πάμε στη Σουηδία. Δεν θέλαμε βέβαια να φύγουμε από τον τόπο μας αλλά δεν γινότανε αλλιώς. Φύγαμε λοιπόν για την κόλαση που όπως ξέρετε λέγεται ξενιτιά. Κακή μάγισσα για όλα τα παιδιά του κόσμου, τους χωρίζει από την αγάπη και τη μάνα τους. Η ξενιτιά θέλει τα παιδιά του κόσμου και δεν την ενδιαφέρει αν «κάνει μάνα δίχως γιο και αγάπη δίχως ταίρι».

Όταν φτάσαμε στη Σουηδία ο θείος και η θεία μας περίμεναν με πολλή χαρά. Με το θείο και με τη θεία είχε καιρό να ειδωθούμε, δέκα χρόνια περίπου. Ο θείος μου και η θεία μου με πολλά τρεξίματα μας βοήθησαν να πάρουμε άδεια παραμονής διότι χωρίς αυτήν δεν μπορείς να μείνεις πέραν των τριών μηνών.

Αφού πήραμε την άδεια μας μεγάλοι και μικροί μπήκαμε στα σχολεία για να μάθουμε τα Σουηδικά γιατί χωρίς αυτά πως θα συνεννοούμασταν. Οι μεγάλοι πήγαν εννιά μήνες περίπου σχολείο και όταν μάθανε να συνεννοούνται βρήκε ο καθένας μια δουλειά αναλόγως των προσόντων του. Μαζί με την άδεια μας έδωσαν και στη κάθε οικογένεια σπίτι και μέναμε. Δεν πληρώναμε νοίκι μέχρι που να μάθουμε την γλώσσα και να πιάσουμε δουλειά. Μας έδωσαν και λεφτά για να αγοράσουμε τα απαραίτητα έπιπλα, δηλαδή : κουζίνα, κρεβάτια και ένα μικρό σαλονάκι. Μας έδωσαν επίσης και για άλλα μικροέπιπλα.

Όταν αρχίσαμε δουλειά η κυβέρνηση μας έδινε τα λεφτά μόνο για το μισό νοίκι και τα άλλα τα βάζαμε εμείς. Μόλις τα βγάζαμε πέρα, γιατί στην Σουηδία δεν μπορεί να δουλεύει ένας και να ζουν πολλοί.

Εμάς, τέσσερα ξαδέλφια της ίδιας ηλικίας περίπου, μας έβαλαν σε νηπιαγωγείο. Εκεί όλα τα Σουηδεζάκια μας κορόιδευαν αποκαλώντας μας Μαυροκέφαλους, μας έδερναν και δεν έπαιζαν μαζί μας δείχνοντας πάντα μίσος για μας. Γι’ αυτό οι τέσσερις μας παίζαμε μόνοι μας αγαπημένοι και πάντα σε δύσκολες στιγμές βοηθούσε ο ένας τον άλλο.

Με τον καιρό όμως μάθαμε λίγες λέξεις και φράσεις στα Σουηδέζικα και συνεννοούμασταν. Άρχισαν τα «ασπροχοιρούδια». οι Σουηδοί δηλαδή, και μας μιλούσαν, μας δέχονταν στην παρέα τους και γενικά γίναμε φίλοι. Μα εκείνοι που δεν μας ήξεραν είχαν την κοροϊδευτική λέξη στο στόμα τους Μαυροκέφαλοι. Πολύ άσχημο πράγμα ήταν. Νιώθαμε τρομαγμένοι γιατί όπως μαθαίναμε τους ξένους δεν τους θέλουν και τους κάνουν κακά.

Στο νηπιαγωγείο μείναμε δύο χρόνια επειδή στη Σουηδία τα παιδιά πηγαίνουν επτά χρονών στο δημοτικό σχολείο. Πηγαίναμε και στο Ελληνικό κάθε Σάββατο, όχι πως μας ωφελούσε αλλά για να λέμε ότι μαθαίναμε. Μας έβαζαν δουλειά στο σπίτι μια μικρή παράγραφο να αντιγράψουμε και μια γραμμή ορθογραφία για μια ολόκληρη βδομάδα και δεν τα προφτάναμε. Στο διάστημα που πήγαινα στο νηπιαγωγείο ο πατέρας μου βρήκε σε τιμή ευκαιρίας μια μηχανή του παγωτού και τη αγόρασε όχι με την σκέψη ότι θα έκανε παγωτό, αλλά ότι μπορεί να χρειαζόταν. Και να που χρειάστηκε. Ζήτησε τόπο και ο Δήμος της Στοκχόλμης του έδωσε σ’ ένα προάστιο ονομαζόμενο “Velingby”.

Γι’ αυτό άφησε την δουλειά του, ενοικίασε ένα μικρό δωματιάκι για να κάνει παγωτό και με το αυτοκίνητο του να το μεταφέρει στο περίπτερο το οποίο έκανε μόνος του, σε ενός φίλου του το μαγαζί.

Αγοράσαμε και ένα αυτοκίνητο ΒΟΛΒΟ του 1969, που ήταν φτηνό για να κυκλοφορούμε και για να κάνει τις δουλειές του ο πατέρας μου. Έτσι έκανε μια δουλειά δική του και περνούσαμε αρκετά καλά. Κάναμε μεγάλες οικονομίες για να κερδίσουμε κάτι μιας και μας έτρωγε η ξενιτιά.

Εμάς τα παιδιά μετά το νηπιαγωγείο μας έβαλαν στο δημοτικό. Εκεί ήταν καλύτερα από το νηπιαγωγείο γιατί είχε κλειστό γυμναστήριο του χάντμπολ, μπάσκετμπολ, βόλεϊμπολ και γήπεδο ποδοσφαίρου χορτόστρωτο και ότι άλλο φανταστείς. Επίσης υπήρχε αίθουσα που τρώγαμε. Πηγαίναμε με την τάξη μας, σερβιριζόμασταν και τρώγαμε όλοι ομαδικά στο τραπέζι με το αριστερό. Εγώ όταν πρωτοπήγα έτρωγα όλα τα φαγητά με τα χέρια μου εκτός από την σούπα ή το ρυζόγαλο, αλλά η δασκάλα μου επέμενε και μ’ έμαθε τρόπους. Στο τέλος του φαγητού αδειάζαμε τα απομεινάρια σ΄ ένα μεγάλο κάλαθο και μετά τοποθετούσαμε τα πιάτα το ένα πάνω στ’ άλλο.

Περνούσαμε πολύ καλά αλλά αυτό που δεν ήταν καλό σας είναι γνωστό. Μας κορόιδευαν όπως πριν. «Μαυροκέφαλους» μας έλεγαν, δεν μας δεχόντουσαν στην παρέα τους και έβαζαν πάνω τους μεγάλους και μας φοβέριζαν και μας χτυπούσαν. Μας χτυπούσαν συνήθως στο δρόμο προς το σπίτι. Μας έστηναν καρτέρι και μας ξυλοκοπούσαν και μας έβριζαν με άσχημες λέξεις. Όταν πηγαίναμε σπίτι και το λέγαμε στους γονείς μας, θύμωναν και πήγαιναν και έκαναν παράπονο στο σχολείο αλλά τίποτα δεν άλλαζε. Αφού δεν γινόταν τίποτα το μόνο όπλο μας ήταν η άμυνα. Κάποια μέρα συνεννοηθήκαμε μεν τον αδελφό μου να έρθει να μας παρακολουθήσει που σχολνούσαμε και να πιάσει τους «δράστες». Συνεννοηθήκαμε να μην φωνάξουμε και να το καταλάβουν. Καθώς περπατούσαμε πετάχτηκαν δύο Σουηδοί της πρώτης τάξης του γυμνασίου μπροστά μας και αφού προηγήθηκαν βρισιές άρχισαν μετά να μα ξυλοκοπούν. Μόλις τους είδε ο αδελφός μου πέρασε κάνοντας τον περαστικό και τους έπιασε. Τους ανταπόδωσε το ξύλο σε τριπλή δόση και την άλλη μέρα ήρθαν για να γίνουμε φίλοι. Με τον καιρό γίναμε με όλους φίλοι μα μερικοί που δεν μας ήξεραν μας έκαναν το ίδιο. Τι να κάνουμε αφού δεν γινόταν αλλιώς.

Το έκαναν και στους μεγάλους οι μεγάλοι Σουηδοί αλλά σε μικρότερο βαθμό. Μια φορά μια ομάδα από Σουηδούς, περίπου 5.000, προκάλεσαν τους ξένους να μαλώσουν με αλυσίδες, με μαχαίρια και άλλα. Οι Σουηδοί είναι πολύ φοβητσιάρηδες και γι’ αυτό τους έφαγε η τέχνη τους στο τέλος. Έκαναν και οι ξένοι μια ομάδα από 500 ανθρώπους από διάφορες χώρες: Έλληνες, Τούρκους, Ιταλούς, Γιουγκοσλάβους, Ισπανούς, Χιλιανούς και άλλους και πήγαν να τους αντιμετωπίσουν. Στο τέλος τους έκαναν όλους μαύρους στο ξύλο και ήρθαν πίσω. Από κείνο τον καιρό έπαψαν λίγο οι φασαρίες που γίνονταν με τους ξένους αλλά ξανάρχισαν μετά.

Μετά από λίγο καιρό ο πατέρας μου αγόρασε ακόμα ένα περίπτερο και όταν ζήτησε τόπο από τον Δήμο του έδωσε. Τον πήρε με δυσκολία γιατί ήταν κεντρικός τόπος. Δεν ήταν μόνο αυτός ο λόγος που δυσκολεύτηκε. Ο λόγος που δυσκολεύτηκε και στο ένα περίπτερο και στο άλλο ήταν γιατί ήταν Ξένος. Αλλά έκανε ένα φίλο εκεί που αγαπούσε τους ξένους και με τη βοήθεια του πήρε τους δύο εκείνους τόπους. Ο πατέρας μου μη ξεχνώντας την καλοσύνη του, τον κάλεσε πολλές φορές για να έρθει σπίτι μας για φαγητό, του έπαιρνε παγωτό στο γραφείο του σε πακέτο για να πάρει σπίτι του κι έκανε ότι μπορούσε για να τον ευχαριστήσει.

Στο δεύτερο περίπτερο που ήταν και διπλό πουλούσε παγωτό αλλά και φαγητά. Το παγωτό το έκανε η μητέρα μου εντελώς μονάχη. Η αδελφή μου δεν μπορούσε να την βοηθήσει γιατί πήγαινε σχολείο. Θα ήταν σε λίγο έτοιμη για να μπει στο πανεπιστήμιο. Ο πατέρας μου στο διπλό περίπτερο, εκτός από παγωτό πουλούσε και λουκάνικα, χάμπουργκερς, ποτά και ότι άλλο επιθυμούσες. Το άλλο περίπτερο στο Velingby το δούλευε ένας Κύπριος υπάλληλος του πατέρα μου. Τώρα περνούσαμε αρκετά καλά, κάνοντας όπως πάντα οικονομίες για να κτίσουμε το σπίτι μας όταν θα γυρίζαμε στην Κύπρο. Γιατί χωρίς αυτό δεν υπήρχε λόγος να μένουμε στην ξενιτιά αφού ήταν ησυχία και όλα ήρεμα στην Κύπρο (1977).

Το παγωτό δεν το πρόφτανε με μια μηχανή μόνο και αγόρασε ακόμα μια φτηνή όπως την άλλη και τώρα τα έφτανε αρκετά καλά. Έκανε δέκα είδη παγωτού (κρέμα, σοκολάτα, φράουλα, κρέμα με φιστίκι, ρούμι, ανανά, ινδοκάρυδο, αχλάδι, χαλεπιανό και λεμόνι).

Μια μέρα ήρθε ένας άνθρωπος, πήρε ένα παγωτό και έφυγε σαν κανονικός πελάτης. Έκανε έτσι σε όλα τα περίπτερα της Στοκχόλμης. Το ίδιο έκαναν και οι συνέταιροι του σε όλες τις άλλες πόλεις, και την επόμενη μέρα οι εφημερίδες προκήρυξαν ένα διαγωνισμό για το καλύτερο παγωτό . Έγραψαν το πρώτο, το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο και ούτω καθεξής. Πρώτο έβαλαν το δικό μας και εμείς δεν το ξέραμε γιατί εκείνη την μέρα δεν πήραμε εφημερίδα. Και ξαφνικά οι πελάτες έγιναν ουρές ατέλειωτες για να δοκιμάσουν το Ελληνικό παγωτό ΟΛΥΜΠΟΣ όπως το ονομάσαμε. Εκείνες τις μέρες το παγωτό ΟΛΥΜΠΟΣ τίμησε την Κύπρο και την Ελλάδα.

Το διπλό περίπτερο το δούλευε ο πατέρας μας και την Παρασκευή και το Σάββατο τη νύχτα, δηλαδή από το πρωί η ώρα 8 ως την άλλη μέρα η ώρα 4 . Ερχόταν η μητέρα μου και το δούλευε την μέρα και ο πατέρας μου την νύχτα. Την νύχτα είναι πολύ επικίνδυνο να δουλεύεις γιατί βγαίνουν όλοι οι «μάγκες» έξω με τα Αμερικάνικα τους αυτοκίνητα για να διασκεδάσουν και μαζί με τη διασκέδαση κάνουν τους έξυπνους προκαλώντας ζημιές. Βγαίνουν έξω και όταν μεθύσουν ή τους λείψουν τα λεφτά αρχίζουν τις απειλές για να πάρουν αυτό που θέλουν. Του πατέρα μου κάποιος του τράβηξε πιστόλι αλλά ήταν άδειο και επειδή ήταν κυλινδρικό το κατάλαβε. Βγήκε έξω τον έδειρε και μετά αυτός του ζήτησε συγνώμη. Τον λυπήθηκε και του έδωσε να φάει δωρεάν.

Το 1977 η αδελφή μου μπήκε στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης για να σπουδάσει. Ο σκοπός της ήταν να γίνει αισθητικός και να ανοίξει ινστιτούτο στην Κύπρο. Ο αδελφός μου θα τέλειωνε σε δύο χρόνια το γυμνάσιο, θα εισαγόταν και εκείνος στο πανεπιστήμιο και θα σπούδαζε πολιτικός μηχανικός. Εγώ ο μικρότερος ήμουν τώρα πρώτη τάξη του Δημοτικού στο Σουηδικό σχολείο και μη έχοντας κανένα να μιλήσω ελληνικά εκτός των τέσσερα ξαδέλφια μου έμαθα τα Σουηδικά καλά.

Τέλος πάντων η ζωή περνούσε. Όλοι αγωνιζόμασταν για να οικονομήσουμε λεφτά. Ο πατέρας μου το 1977 όταν ήρθε στην Κύπρο αγόρασε ένα οικόπεδο στη Δασούπολη και δουλεύοντας σκληρά προσπαθούσε να το ξοφλήσει. Γιατί αν δεν τα καταφέρναμε να χτίσουμε μια τρύπα να τρυπώσουμε μέσα όπως λένε δεν υπήρχε λόγος να μέναμε στην ξενιτιά. Το ξόφλησε σ’ ένα χρόνο αλλά έμενε το σπίτι τώρα. Αρχίσαμε όλοι τότε για να μαζέψουμε λεφτά για το σπίτι. Δουλεύαμε σαν τους σκλάβους. Έτσι έχοντας ο καθένας το επάγγελμα του ο ένας στο σχολείο και ο άλλος τη δουλειά πέρασε ο καιρός, αν και είχαμε δυσκολίες.

Η αδελφή μου μετά από δύο χρόνια τέλειωσε το πανεπιστήμιο και ήθελε να έρθει στην Κύπρο να ανοίξει Ινστιτούτο. Ο αδελφός μου έτοιμος για το πανεπιστήμιο και εγώ τώρα στην αρχή της τρίτης τάξης του Δημοτικού. Ξέχασα σιγά-σιγά τα Ελληνικά και μιλούσα ανάμιχτα με Σουηδικά. Και έτσι με την ευκαιρία που η αδελφή μου θα ερχόταν στην Κύπρο ο πατέρας μου αποφάσισε να με στείλει στην Κύπρο στο σχολείο γιατί κόντευα να ξεχάσω τη γλώσσα μου. Τέσσερα – πέντε χρόνια με Σουηδούς είναι φυσικό να μάθω τα Σουηδικά και να αρχίσω να ξεχνώ τη γλώσσα μου.

Έτσι μαζί με την αδελφή, τον πατέρα και τη μητέρα μου ξεκινήσαμε για την Κύπρο μας. Ο πατέρας και η μητέρα μου έμειναν για ένα μικρό διάστημα για να βοηθήσουν την αδελφή μου να ανοίξει το ινστιτούτο και εμένα να αρχίσω το σχολείο. Μετά επέστρεψαν στη Σουηδία και έστειλαν τη γιαγιά μου στην Κύπρο για να μένει μαζί μας.

Το ταξίδι από την Σουηδία το κάναμε με αυτοκίνητο περνώντας από διάφορες χώρες, από τη Δανία, την Γερμανία, την Αυστρία, την Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα. Από κει με πλοίο στην Κύπρο μας.

Η πρώτη μας δουλειά ήταν να βρούμε το κατάλληλο σπίτι για να μένουμε και για να εξυπηρετεί τη δουλειά της αδελφής μου. Βρήκαμε τελικά σπίτι αλλά όχι πολύ κεντρικό όπως το θέλαμε. Αγοράσαμε τα μηχανήματα για τη δουλειά και αμέσως η αδελφή μου άρχισε. Ο πατέρας μου πήρε άδεια οικοδομής και με την ευκαιρία που θα ήταν η αδελφή μου στην Κύπρο θα της έστελνε λεφτά για να φροντίζει το χτίσιμο του σπιτιού.

Όταν τέλειωσε και αυτό και εγώ κανονίστηκα στο σχολείο ο πατέρας μου και η μητέρα μου έφυγαν με το αεροπλάνο και ακριβώς μετά από μια εβδομάδα ήρθε η γιαγιά μου στην Κύπρο αφού τώρα ο αδελφός μου είχε την μητέρα μου και τον πατέρα μου κοντά του.

Εγώ μπήκα στο Δημοτικό σχολείο Λυκαβητού αντί Πέμπτη τάξη Τετάρτη λόγω των γνώσεων μου. Αν και μπήκα μια τάξη μικρότερη ήμουν τι να σας πω «κόλοκος». Ήμουν από τους τελευταίους γιατί στο ελληνικό δημοτικό στη Σουηδία όπως αποδείχτηκε δεν μας μάθαιναν τίποτα.

Τέλος πάντων περνούσα, μα το κυριότερο πεθυμούσα τους γονείς μου. Όποτε τηλεφωνούσαν έκλαιγα και δεν μπορούσα να κρατώ το τηλέφωνο πάνω από ένα λεπτό. Ζούσαμε έτσι ο ένας μακριά από τον άλλον. Τηλεφωνούσαν συχνά μα δεν έφτανε αυτό.

Αρχίσαμε το κτίσιμο του σπιτιού μας. Το σχέδιο ήταν για διπλοκατοικία. ‘Ένα για εμάς και ένα για την αδελφή μου σαν προίκα. Έτσι τώρα ο πατέρας μου ήταν στην ξενιτιά με τη μητέρα μου και τον αδελφό μου και εγώ, η αδελφή μου και η γιαγιά μου στην Κύπρο.

Εγώ πέρασα την Τετάρτη τάξη κουτσά στραβά. Μπορώ να πω «πολύ» άσχημα. Αλλά στην Πέμπτη τάξη χάρη στη μελέτη που έκανα το καλοκαίρι ήμουν μέτριος. Περνούσα πιο εύκολα αλλά, πιο εύκολα θα περνούσα, αν είχα κοντά μου τους γονείς μου.

Τώρα δεν είχαμε πρόβλημα, η δουλειά της αδελφής μου πήγαινε καλά για να πληρώνουμε το νοίκι και να περνούμε αρκετά άνετα. Εγώ πήγαινα μέτρια στο σχολείο, η δουλειά του πατέρα μου καλά, το σπίτι προχωρούσε και ο αδελφός μου δεν έβρισκε δυσκολίες στο πανεπιστήμιο που μόλις τώρα μπήκε. Όλα ήταν ωραία. Όμως ένα πράγμα μου πίκρανε τη ζωή. Το γεγονός ότι τους τόπους μας τους πατούσαν οι Τούρκοι.

Στο διάστημα που πήγαινα στην πέμπτη τάξη δημοτικού η αδελφή μου αρραβωνιάστηκε με ένα παιδί από τον Άγιο Θεόδωρο Σολέας. Μόνο ο πατέρας μου ήρθε στα αρραβωνιάσματα γιατί είχαν πολλές δουλειές και έπρεπε να μείνει για να τις τακτοποιήσει η μητέρα μου. Θα ερχόταν όμως το γάμο και έτσι δεν ήταν βία να κατέβει και εκείνη στην Κύπρο.

Αφού έφυγε ο πατέρας μου και θα μετακομίζαμε, η αδελφή μου έπρεπε να πάρει άλλο διαμέρισμα μόνο για να ικανοποιεί τη δουλειά της και να είναι φτηνό, αφού τώρα το σπίτι για να μείνουμε ήταν τελειωμένο.

Έτσι τώρα περνούσαμε πιο καλά. Τώρα που αλλάξαμε σπίτι δε με βόλευε η μεταφορά μου και αναγκάστηκα και άλλαξα και σχολείο. Πήγα στο Δημοτικό της Ακροπόλεως. Μπήκα εκεί στην έκτη τάξη. Και ήταν δυσκολία από μέρους μου να βρω καινούργιους φίλους. Τις πρώτες μέρες ερχόμουν από το σχολείο και έκλαιγα. Καθώς πέρασε ο καιρός έκανα περισσότερους φίλους από ότι περίμενα και το απίστευτο, για πρώτη φορά ήμουν από τους καλύτερους μαθητές.

Τα καλοκαίρια πάντα που έκλειναν τα σχολεία πήγαινα στην Σουηδία κοντά στους γονείς μου και με την ευκαιρία βοηθούσα τον πατέρα μου που με πλήρωνε τρεις λίρες την ημέρα επειδή χειριζόμουν ολόκληρο περίπτερο. Με την ευκαιρία αυτή έκανε άλλες δουλειές. Για μένα δεν ήταν δύσκολο να κάνω φαγητά ή να δίνω παγωτά. Ήμουν συνηθισμένος.

Ο κυριότερος λόγος που κρατούσε τους γονείς μου στην Σουηδία ήταν ο αδελφός μου. Επειδή ήταν μικρός δεν μπορούσαμε να τον αφήσουμε να μπλέξει με την άγρια νεολαία της Σουηδίας.

Τέλος πάντων ένα καλοκαίρι που πήγα στη Σουηδία μετά από πολλά παρακάλια έπεισα τον πατέρα μας να με βάλει στην Αγγλική Σχολή. Η ιδέα ήταν του αδελφού μου που πήγε και εκείνος εκεί. Οι ιστορίες από τις αναμνήσεις του με κέντρισαν και ήθελα να ζήσω και εγώ εκείνες τις στιγμές.

Όταν ήρθε ο καιρός πέρασα τις εξετάσεις και ήμουν έτοιμος για τον δύσκολο και μακρύ δρόμο των εφτά χρόνων. Οι βαθμοί του πρώτου τριμήνου ήταν αρκετά καλοί αλλά του δεύτερου τριμήνου άσχημοι. Πέρασα έτσι την πρώτη τάξη με μεγάλη δυσκολία.

Τώρα που το σπίτι μας ήταν έτοιμο, ο πατέρας μου πούλησε την επιχείρηση και μαζί με την μητέρα μου ήρθανε στην Κύπρο. Άλλωστε ο αδελφός μου μπορούσε να αντιμετωπίσει τα προβλήματα μόνος του μια και είχε συμπληρώσει δύο χρόνια στο πανεπιστήμιο..

Αφού ήρθε στην Κύπρο ο πατέρας μου έγινε έμπορος. Εισάγει πόρτες για γκαράζ αυτοκινήτων. ειδικούς τσίγκους με χρώμα κεραμιδιού και άλλα. Τώρα πηγαίνω πολύ καλά στο σχολείο αλλά με τα ελληνικά μου έχω πρόβλημα για το λόγο ότι δεν είχα την ευκαιρία να μάθω τη γλώσσα μου μέχρι την πέμπτη τάξη του Δημοτικού.

Τέλος πάντων. Θέλω να πω ότι όλη μας τη ζωή και τη μόρφωση μας τη χρωστούμε στους γονείς μας που τους έφαγε η ξενιτιά για να μας κάνουν χρήσιμους στην κοινωνία. Και γι’ αυτό τους ευχαριστούμε.

Σταύρος Λοϊζου

(Γράφτηκε το 1983 – ηλικία 13 χρονών)